- πυρόσφαιρα
- η, Νγεωλ. ονομασία με την οποία περιγραφόταν παλαιότερα ο πυρήνας τής Γης, επειδή θεωρούσαν ότι βρισκόταν σε διάπυρη κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrosphere (< πυρ + σφαίρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.