πυρόσφαιρα

πυρόσφαιρα
η, Ν
γεωλ. ονομασία με την οποία περιγραφόταν παλαιότερα ο πυρήνας τής Γης, επειδή θεωρούσαν ότι βρισκόταν σε διάπυρη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrosphere (< πυρ + σφαίρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρόσφαιρα — η (γεωλ.), ο εσωτερικός διάπυρος πυρήνας της Γης, αλλ. κεντρόσφαιρα ή βαρύσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”